τζιτζίκι

τζιτζίκι
το, Ν
ζωολ. α) ο τζίτζικας
β) κοινή ονομασία μικρόσωμου παράκτιου ψαριού τής οικογένειας callionymidae τής τάξης περκόμορφοι, με γυμνό από λέπια δέρμα, που χαρακτηρίζεται από λαμπρούς συνήθως χρωματισμούς και βραγχιακά επικαλύμματα εφοδιασμένα με άκανθες ικανές να προκαλέσουν επώδυνα τραύματα
γ) (καταχρ.) το είδος παράκτιου ψαριού Lepadogaster lepadogaster τής οικογένειας gobiesocidae που, ορθότερα, είναι γνωστό με την ονομασία κολλητσίδα
δ) κοινή ονομασία τού εδώδιμου μαλακόστρακου καρκινοειδούς σκύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τζίτζικας, πιθ. μέσω ενός υποκορ. *τζιτζίκιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • σκύλλαρος — (scyllarida). Γένος της οικογένειας των Παλινουριδών (Palinuridae), που ζουν στις ακτές των θερμών θαλασσών. Ένα είδος, γνωστό ως ισπανική καραβίδα, έχει μέτριο σώμα και βαρύ εξωτερικό σκελετό. Το είδος αυτό βρίσκεται στην περιοχή των υφάλων της… …   Dictionary of Greek

  • Τιθωνός — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Λαομέδοντα και της Στρυμώς, και αδελφός του Πριάμου. Τον ερωτεύτηκε η Ηώς, η θεά της αυγής, και απέκτησαν μαζί τον Μέμνονα. Η Ηώς παρακάλεσε τον Δία να κάνει τον Τ. αθάνατο, αλλά λησμόνησε να του ζητήσει να του… …   Dictionary of Greek

  • βάβακος — ο (Α βάβακος) ο βάτραχος αρχ. το τζιτζίκι …   Dictionary of Greek

  • επιτρύζω — ἐπιτρύζω (Α) 1. γογγύζω, ψιθυρίζω επί πλέον ή κατόπιν 2. (για τζιτζίκι) τερετίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τρύζω «μουρμουρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • καλαμαίος — καλαμαῑος, α, ον (Α) 1. αυτός που προέρχεται από το καλάμι ή που υπάρχει στο καλάμι τού σιταριού 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ καλαμαία είδος ακρίδας που αναπτύσσεται στο καλάμι 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ καλαμαῑον μικρό τζιτζίκι 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ… …   Dictionary of Greek

  • προίκιος — ον, Α [προίξ, κός] 1. αυτός που δίνεται δωρεάν 2. φρ. α) «προίκιος ἀοιδός» ο τέττιγας, το τζιτζίκι β) «προίκιος χάρις» το μέλι …   Dictionary of Greek

  • τερέτισμα — το, ΝΑ [τερετίζω] 1. (για χελιδόνι, αηδόνι και τζιτζίκι) κελάηδημα, ιδίως τρεμουλιαστό 2. απομίμηση τής φωνής χελιδονιού ή τζιτζικιού νεοελλ. σιγανό τραγούδι αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) α) στον πληθ. τερετίσματα «τὰ τῆς κιθάρας κρούματα» β) «ᾠδὴ… …   Dictionary of Greek

  • τερετίζω — ΝΜΑ (για χελιδόνι, αηδόνι ή τζιτζίκι) κελαηδώ με τερετισμό, τιτιβίζω νεοελλ. μουρμουρίζω ένα τραγούδι, σιγοτραγουδώ μσν. τραγουδώ αρχ. 1. μιμούμαι τον τερετισμό χελιδονιού ή τζιτζικιού 2. (κατά τον Φώτ.) συνοδεύω ένα τραγούδι φωνητικά 3. (κατά… …   Dictionary of Greek

  • τερετίστρια — ἡ, Α (για τζιτζίκι) αυτή που τερετίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < τερετίζω + επίθημα τρια (πρβλ. καθαρίσ τρια)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”