κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
σκύλλαρος — (scyllarida). Γένος της οικογένειας των Παλινουριδών (Palinuridae), που ζουν στις ακτές των θερμών θαλασσών. Ένα είδος, γνωστό ως ισπανική καραβίδα, έχει μέτριο σώμα και βαρύ εξωτερικό σκελετό. Το είδος αυτό βρίσκεται στην περιοχή των υφάλων της… … Dictionary of Greek
Τιθωνός — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Λαομέδοντα και της Στρυμώς, και αδελφός του Πριάμου. Τον ερωτεύτηκε η Ηώς, η θεά της αυγής, και απέκτησαν μαζί τον Μέμνονα. Η Ηώς παρακάλεσε τον Δία να κάνει τον Τ. αθάνατο, αλλά λησμόνησε να του ζητήσει να του… … Dictionary of Greek
βάβακος — ο (Α βάβακος) ο βάτραχος αρχ. το τζιτζίκι … Dictionary of Greek
επιτρύζω — ἐπιτρύζω (Α) 1. γογγύζω, ψιθυρίζω επί πλέον ή κατόπιν 2. (για τζιτζίκι) τερετίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τρύζω «μουρμουρίζω»] … Dictionary of Greek
καλαμαίος — καλαμαῑος, α, ον (Α) 1. αυτός που προέρχεται από το καλάμι ή που υπάρχει στο καλάμι τού σιταριού 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ καλαμαία είδος ακρίδας που αναπτύσσεται στο καλάμι 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ καλαμαῑον μικρό τζιτζίκι 4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ… … Dictionary of Greek
προίκιος — ον, Α [προίξ, κός] 1. αυτός που δίνεται δωρεάν 2. φρ. α) «προίκιος ἀοιδός» ο τέττιγας, το τζιτζίκι β) «προίκιος χάρις» το μέλι … Dictionary of Greek
τερέτισμα — το, ΝΑ [τερετίζω] 1. (για χελιδόνι, αηδόνι και τζιτζίκι) κελάηδημα, ιδίως τρεμουλιαστό 2. απομίμηση τής φωνής χελιδονιού ή τζιτζικιού νεοελλ. σιγανό τραγούδι αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) α) στον πληθ. τερετίσματα «τὰ τῆς κιθάρας κρούματα» β) «ᾠδὴ… … Dictionary of Greek
τερετίζω — ΝΜΑ (για χελιδόνι, αηδόνι ή τζιτζίκι) κελαηδώ με τερετισμό, τιτιβίζω νεοελλ. μουρμουρίζω ένα τραγούδι, σιγοτραγουδώ μσν. τραγουδώ αρχ. 1. μιμούμαι τον τερετισμό χελιδονιού ή τζιτζικιού 2. (κατά τον Φώτ.) συνοδεύω ένα τραγούδι φωνητικά 3. (κατά… … Dictionary of Greek
τερετίστρια — ἡ, Α (για τζιτζίκι) αυτή που τερετίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < τερετίζω + επίθημα τρια (πρβλ. καθαρίσ τρια)] … Dictionary of Greek